Tuesday, February 24, 2015

Μαρία Μακρυγιάννη

Πρωινό Κυριακάτικο καφεδάκι με τον πατέρα μου: Πες μου για τη γιαγιά Μαρία, τη νονά του αδελφού σου.
Τη φέρνω στο νου μου αχνά. Έμενε δυό σπίτια πιό κάτω και ερχόμαστε μια φορά το μήνα, όταν παίρναμε το ενοίκιο από το πατρικό σπίτι. Περνούσαμε πάντα από εκεί. Να της πούμε μια καλησπέρα, να της φέρουμε ένα γλυκό.
Σκυφτή, κινιόταν αργά μέσα στο σπίτι. Έραβε τσάντες από παλιά κομμάτια υφασμάτων, για να μας τις κάνει δώρο - πολύ πριν το πάτσγουωρκ γίνει μόδα.
Πες μου για τη γιαγιά Μαρία μπαμπά: Τη θυμόταν στον πόλεμο. Φίλες με τη γιαγιά μου, πήγαιναν συχνά στις φυλακές να περιποιηθούν όσους βασάνιζαν οι Γερμανοί. Ο αδελφός του πατέρα μου και βαφτισιμιός της μεγάλωσε μέσα στο σπίτι της - δεν είχε παιδιά βλέπεις και τον υπεραγαπούσε. Ο άντρας της, Νέστορας Μακρυγιάννης, συνταγματάρχης στο βαθμό, εκτελέστηκε στον εμφύλιο. Κανένας δεν θυμάται ακριβώς γιατί. Όλοι όμως θυμούνται ότι, όταν ήρθαν οι αντάρτες να τον πάρουν μαζί τους στο βουνό να συνεχίσει τη μάχη, έμεινε στηλωμένος φωνάζοντας: "ο πόλεμος τελείωσε ρε".
Ο γάμος τους είχε ακυρωθεί από το στρατό, γιατί παντρεύτηκαν χωρίς άδεια. Η γιαγιά Μαρία δεν είχε την προβλεπόμενη προίκα - υπήρχαν κανονισμοί για τους γάμους των αξιωματικών. Μετά αγόρασαν το σπίτι στα Κουπόνια και ξαναπαντρεύτηκαν.Η γιαγιά Μαρία έμεινε μόνη της μετά την εκτέλεση του συνταγματάρχη. Και πέθανε μόνη της, σ' εκείνο το σπίτι της προίκας, που το πήρε τελικά ο δήμος.
Δεν έχω κρατήσει κάποια από τις τσάντες που μας έφτιαχνε. Ντρεπόμαστε να τις κρατάμε τότε. Η εικόνα της όμως μένει πάντα χαραγμένη στο νου μου, σαν εικόνα της γιαγιάς μου που δεν γνώρισα.
(Για το Νέστορα Μακρυγιάννη έκανα αργότερα μια μικρή έρευνα:http://www.panaitoliki.gr/index.php…)

Friday, February 6, 2015

Κωνσταντινούπολη - Istambul

Είναι ολόκληρη ένας έρωτας. Τα στενά της, τα γεμάτα κόσμο πίσω από την Αγορά των μπαχαρικών, οι κεμπαπτσήδες στην Ιστικλάλ, η σειρά με τους ψαράδες στη γέφυρα του Γαλατά, το σμήνος των γλάρων καθώς πηγαίναμε στη Χάλκη. Και μετά ο μελαγχολικός ουρανός πάνω από το Βόσπορο, το παλιό κόκκινο τράμ, η μαγευτική θέα πάνω από τον πύργο του Γαλατά, οι προσκυνητές στο Γενί τζαμί.
Νιώθω ακόμη κάτω από τα γυμνά πόδια μου το πέλος του γαλάζιου χαλιού στην παλιά μονή των Αγ. Σεργίου και Βάκχου. Φέρνω στο νου μου τον πανέμορφο παλαιοπώλη στην πλαϊνή αυλή - πόση ώρα παζαρεύαμε την πραμάτεια του μόνο και μόνο για να τον κοιτάζουμε και να του μιλάμε...
Έχω ακόμη στα μάτια μου το φως από τα πολύχρωμα φανάρια στην αγορά, γαλάζια και κόκκινα και πορτοκαλί και χρυσά, τα πλακάκια των ισλαμικών ψηφιδωτών, τις κολώνες μέσα στο αρχαίο υδραγωγείο.
Τα πόδια μου είναι πολλές φορές βαριά από το περπάτημα, αλλά η ψυχή λαχταρά ακόμη μια βόλτα. Να χαθούμε στο μετρό, να μιλήσουμε με τους περαστικούς, να γελάσουμε μέχρι δακρύων χωρίς να θυμόμαστε ακόμη το γιατί.
Στο καφέ του Ara, ανάμεσα στις ασπρόμαυρες φωτογραφίες του, μακαρονάδες και τζιτζιμπύρα. Το αλκοόλ αρχίζει σιγά σιγά να περιορίζεται στα μαγαζιά της Πόλης. Λαχταρώ ρακή και παστουρμά.
Μέσα στην παλιά Βλαχέρνα ψέλνουν όλοι μαζί το "Τη Υπερμάχω". Δεν μου βγαίνει φωνή από τη συγκίνηση, ένας κόμπος μου έχει κλείσει το λαιμό.
Μαζεύω προσεκτικά τις εικόνες και τις αισθήσεις μία μία - μνήμες πολύτιμες, γνώση που δεν ανταλλάσσεται. Κάθε φορά που επιστρέφω είναι σαν κάτι να έχω αφήσει πίσω. Σαν να αποχωρίζομαι κάτι πολύ αγαπημένο...
Μου λείπει...