Πρωινό Κυριακάτικο καφεδάκι με τον πατέρα μου: Πες μου για τη γιαγιά Μαρία, τη νονά του αδελφού σου.
Τη φέρνω στο νου μου αχνά. Έμενε δυό σπίτια πιό κάτω και ερχόμαστε μια φορά το μήνα, όταν παίρναμε το ενοίκιο από το πατρικό σπίτι. Περνούσαμε πάντα από εκεί. Να της πούμε μια καλησπέρα, να της φέρουμε ένα γλυκό.
Σκυφτή, κινιόταν αργά μέσα στο σπίτι. Έραβε τσάντες από παλιά κομμάτια υφασμάτων, για να μας τις κάνει δώρο - πολύ πριν το πάτσγουωρκ γίνει μόδα.
Πες μου για τη γιαγιά Μαρία μπαμπά: Τη θυμόταν στον πόλεμο. Φίλες με τη γιαγιά μου, πήγαιναν συχνά στις φυλακές να περιποιηθούν όσους βασάνιζαν οι Γερμανοί. Ο αδελφός του πατέρα μου και βαφτισιμιός της μεγάλωσε μέσα στο σπίτι της - δεν είχε παιδιά βλέπεις και τον υπεραγαπούσε. Ο άντρας της, Νέστορας Μακρυγιάννης, συνταγματάρχης στο βαθμό, εκτελέστηκε στον εμφύλιο. Κανένας δεν θυμάται ακριβώς γιατί. Όλοι όμως θυμούνται ότι, όταν ήρθαν οι αντάρτες να τον πάρουν μαζί τους στο βουνό να συνεχίσει τη μάχη, έμεινε στηλωμένος φωνάζοντας: "ο πόλεμος τελείωσε ρε".
Ο γάμος τους είχε ακυρωθεί από το στρατό, γιατί παντρεύτηκαν χωρίς άδεια. Η γιαγιά Μαρία δεν είχε την προβλεπόμενη προίκα - υπήρχαν κανονισμοί για τους γάμους των αξιωματικών. Μετά αγόρασαν το σπίτι στα Κουπόνια και ξαναπαντρεύτηκαν.Η γιαγιά Μαρία έμεινε μόνη της μετά την εκτέλεση του συνταγματάρχη. Και πέθανε μόνη της, σ' εκείνο το σπίτι της προίκας, που το πήρε τελικά ο δήμος.
Δεν έχω κρατήσει κάποια από τις τσάντες που μας έφτιαχνε. Ντρεπόμαστε να τις κρατάμε τότε. Η εικόνα της όμως μένει πάντα χαραγμένη στο νου μου, σαν εικόνα της γιαγιάς μου που δεν γνώρισα.